-
1 λίσσομαι
Aλισσέσκετο Il.9.451
: [tense] aor. 1 ἐλῐσάμην, [dialect] Ep.ἐλλ. Od.11.35
; imper.λίσαι Il.1.394
; subj. [ per.] 2sg.λίσῃ Od.10.526
: [tense] aor. 2 inf.λῐτέσθαι Il.16.47
; opt.λῐτοίμην Od.14.406
. (For [tense] pres. [full] λίτομαι, v. sub voce):—beg, pray, either abs. or c. acc. pers.,λισσομένη προσέειπε Δία Il.1.502
; , etc.; the thing by which one prays is found with ὑπέρ, λ. ὑπὲρ τοκέων, ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων, Il.15.660, 22.338;λ. τινὰ ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος 24.467
: or simply in gen.,λ. Ζηνὸς ἠδὲ Θέμιστος Od.2.68
;λ. τινὰ γούνων Il.9.451
, Od.22.337 (for which in Il.6.45 we have λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων, cf. Od.6.142;τῆ ἑτέρῃ μὲν ἑλὼν ἐλλίσσετο γούνων Il.21.71
; ); also in Trag.,πρὸ.. τέκνων σε λ. E. Tr. 1045
(v. infr.): an inf. is freq. added, as οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι εἵνεκ' ἐμεῖο μένειν I do not pray thee to remain, Il.1.174, cf. 283, B.10.69, Pi.P.4.207;πρός νυν θεῶν σε λ. ἐμοὶ πιθέσθαι S.El. 428
; καὶ μὴ προδοῦναι λ. prays her not to abandon him, E.Alc. 202: more rarely with an acc. and inf. added, λίσσονται Δία.. Ἄτην ἅμ' ἕπεσθαι they pray Zeus that Ate may follow, Il.9.511, cf. Od.8.30: sts. folld. by ὅπως, λίσσεσθαί μιν, ὅπως νημερτέα εἴπῃ entreat him to say the truth, 3.19; or by ἵνα, ib. 327: in Trag. parenth.,μὴ πρόλειπε, λ., πάτερ A. Supp. 748
;μή, λίσσομαί σ', αὔδα τάδε S.Aj. 368
, cf. OT 650 (lyr.), Ar. Pax 382.2 c. acc. rei, beg or pray for,οἷ αὐτῷ θάνατον καὶ κῆρα λιτέσθαι Il.16.47
: c. dupl. acc. pers. et rei, ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι this I beg of you no more, Od.2.210, cf. 4.347.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίσσομαι
См. также в других словарях:
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek